- Σελινοῦντος
- Σελινοῦντοςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Σελινοῦντα — Σελινοῦντος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σελινοῦνθ' — Σελινοῦντα , Σελινοῦντος neut nom/voc/acc pl Σελινοῦντε , Σελινοῦντος masc voc sg Σελινοῦνται , Σελινοῦντος fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σελινούντιος — ία, ον, Α [Σελινοῡς, οῡντος] 1. ο κάτοικος τής πόλης Σελινούντος στην Σικελία 2. (το θηλ. ως κύριο όν.) ἡ Σελινουντία η περιοχή τού Σελινούντος στην Σικελία … Dictionary of Greek
θρέμμα — το (ΑΜ θρέμμα) [τρέφω] 1. ό,τι έθρεψε ή ό,τι τρέφει κάποιος, το ανάθρεμμα, το βρέφος ή το παιδί 2. (και στον πληθ.) τα θρέμματα τα ζώα που τρέφονται από τον άνθρωπο, τα βοσκήματα νεοελλ. μσν. φρ. «γέννημα και θρέμμα» αυτόχθονος κάτοικος μσν.… … Dictionary of Greek
Αιγίου, δήμος — Δήμος (27.812 κάτ.) του νομού Αχαΐας, που ανασυστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τον πρώην ομώνυμο δήμο, καθώς και τις πρώην κοινότητες Βαλιμιτίκων, Δαφνών, Διγελιωτίκων, Κουλούρας, Κούμαρη, Κουνινάς, Μαυρικίου, Μελισσίων,… … Dictionary of Greek